- υπόσχολος
- ὁ, Αυποδιδάσκαλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + -σχολος (< σχολή), πρβλ. πρό-σχολος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπόσχολον — ὑπόσχολος under teacher masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)